ἐπιπροίηλε

ἐπιπροίηλε
ἐπιπροί̱ηλε , ἐπιπροιάλλω
set out
aor ind act 3rd sg
ἐπιπροίηλε , ἐπιπροιάλλω
set out
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”